ιδιολάτρης

ιδιολάτρης
ο , ιδιολάτρις (-ιδος) η самовлюблённый человек

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ιδιολάτρης" в других словарях:

  • ιδιολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τον εαυτό του, ο εγωπαθής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + λάτρης] …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιολατρία — η το να λατρεύει κάποιος τον εαυτό του, η εγωπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιολάτρης, εξ ού η γραφή με ία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»